- προσβολή
- η1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα.2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή.3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι.4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.